παραλύω

παραλύω
ΝΜΑ, και παραλώ Ν
1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.)
2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει», Καβάφης
β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», Πολ.)
νεοελλ.
1. πάσχω από παράλυση, από ακινησία τών μυών μέλους ή ολόκληρου τού σώματος («παρέλυσε το ένα του χέρι μετά το εγκεφαλικό»)
2. προκαλώ παράλυση τών σωματικών μυών («οι ρευματισμοί τού παρέλυσαν τα πόδια»)
3. επιφέρω εξάρθρωση ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς πάνω στον καναπέ, θα τόν παραλύσεις»)
4. αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το εμπόριο εξαιτίας τού πολέμου»)
5. ναυτ. χαλαρώνω σχοινί προκειμένου να τό λύσω, κν. μποσικάρω
6. μτφ. γίνομαι ακόλαστος, διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο
7. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ο παραλυμένος
α) αυτός που έχει χάσει τη συνοχή ή την οργάνωσή του
β) μτφ. άτομο ακόλαστο, διεφθαρμένο
μσν.
(σχετικά με ένδυμα) ξυλώνω, διαλύω
αρχ.
1. λύνω στα πλάγια, διαλύω και αφαιρώ, βγάζω («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», Ηρόδ.)
2. λύνω και αφαιρώ, αποσπώ («τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῡ χιτωνίου», Αριστοφ.)
3. καθιστώ κάτι άχρηστο, αχρηστεύω
4. θέτω τέρμα σε κάτι, καταλύω («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», Ευρ.)
5. παραιτούμαι από μία προσπάθεια, τήν εγκαταλείπω («παραλύειν τὴν τοῡ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)
6. λύνω κάτι κρυφά
7. πληρώνω ως πρόστιμο
8. αποχωρίζω από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος», Ευρ.)
9. συνεκδ. απαλλάσσω, απολύω («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», Ηρόδ.)
10. ελευθερώνω κάποιον, απελευθερώνω
11. παύω κάποιον από ένα αξίωμα
12. (μέσ. και παθ.) παραλύομαι
α) απαλλάσσομαι από κάποιον, ξεφεύγω
β) αποχωρίζομαι από κάποιον, φεύγω
γ) εξαιρούμαι από κάποιον
δ) παίρνω άδεια απουσίας από κάποιον
ε) λύνω επί πλέον
στ) πάσχω από παράλυση
13. (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ παραλυόμενος
άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλύω — loose and take off pres subj act 1st sg (epic) παραλύω loose and take off pres ind act 1st sg (epic) παραλύ̱ω , παραλύω loose and take off pres subj act 1st sg παραλύ̱ω , παραλύω loose and take off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύω — παραλύω, παρέλυσα (σπάν. παράλυσα), παραλυμένος βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλύω — παρέλυσα, παραλύθηκα, παραλυμένος 1. μτβ., ελαττώνω την κινητικότητα, χαλαρώνω, ακινητοποιώ: Η έλλειψη των καυσίμων παρέλυσε τα μηχανοκίνητα μέσα. 2. αμτβ., ελαττώνομαι, χαλαρώνω, ακινητοποιούμαι, ξεχαρβαλώνομαι, καταρρέω: Παρέλυσα από το φόβο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλυομένων — παραλύω loose and take off pres part mp fem gen pl (epic) παραλύω loose and take off pres part mp masc/neut gen pl (epic) παραλῡομένων , παραλύω loose and take off pres part mp fem gen pl παραλῡομένων , παραλύω loose and take off pres part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυόμενον — παραλύω loose and take off pres part mp masc acc sg (epic) παραλύω loose and take off pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) παραλῡόμενον , παραλύω loose and take off pres part mp masc acc sg παραλῡόμενον , παραλύω loose and take off pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυόντων — παραλύω loose and take off pres part act masc/neut gen pl (epic) παραλύω loose and take off pres imperat act 3rd pl (epic) παραλῡόντων , παραλύω loose and take off pres part act masc/neut gen pl παραλῡόντων , παραλύω loose and take off pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύει — παραλύω loose and take off pres ind mp 2nd sg (epic) παραλύω loose and take off pres ind act 3rd sg (epic) παραλύ̱ει , παραλύω loose and take off pres ind mp 2nd sg παραλύ̱ει , παραλύω loose and take off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύοντα — παραλύω loose and take off pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) παραλύω loose and take off pres part act masc acc sg (epic) παραλύ̱οντα , παραλύω loose and take off pres part act neut nom/voc/acc pl παραλύ̱οντα , παραλύω loose and take off… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύοντι — παραλύω loose and take off pres part act masc/neut dat sg (epic) παραλύω loose and take off pres ind act 3rd pl (epic doric) παραλύ̱οντι , παραλύω loose and take off pres part act masc/neut dat sg παραλύ̱οντι , παραλύω loose and take off pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύουσι — παραλύω loose and take off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραλύω loose and take off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παραλύ̱ουσι , παραλύω loose and take off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”